Αντάντ

Αντάντ
Θεός της θύελλας στη μυθολογία των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων. Ονομαζόταν και Ραμάν. Στις επιγραφές παρουσιάζεται επίσης ως θεός της βροχής που γονιμοποιεί τη Γη, αλλά λατρεύτηκε πιο πολύ ως θεός της θύελλας που φέρνει καταστροφές. Ο τύπος Αδάδ είναι ως προς την προφορά λανθασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντάντ — (γαλλ. entente). Γαλλική λέξη που σημαίνει συμφωνία, συνεννόηση. Από τον 19o αι. χρησιμοποιήθηκε σε αναφορά με διάφορες διπλωματικές συμφωνίες και συμμαχίες, μεταξύ των οποίων και οι επόμενες. Εγκάρδια Συνεννόηση. Χαρακτηρισμός που δόθηκε από τη… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Εθνική Άμυνα — Επαναστατικό κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1916. Το κίνημα στρεφόταν εναντίον της πολιτικής της κυβέρνησης της Αθήνας και του Στέμματος. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • συνεννόηση — η, Ν 1. ανταλλαγή γνωμών, ανταλλαγή απόψεων («βρίσκονται ακόμη στο στάδιο τών συνεννοήσεων») 2. συμφωνία, σύμπτωση γνωμών («τελικά επήλθε συνεννόηση μεταξύ τους») 3. αμοιβαία κατανόηση («στο ζευγάρι αυτό δεν υπάρχει πια συνεννόηση») 4. μυστική… …   Dictionary of Greek

  • Κλεμανσό, Ζορζ — (George Clemenceau, Μουιγιερόν αν Παρέ, Βανδέα 1841 – Παρίσι 1929). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική και, αφού έμεινε κάποια χρόνια στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, επέστρεψε στη Γαλλία το 1870. Ριζοσπάστης βουλευτής, ψήφισε εναντίον των όρων της… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Φερδινάνδος — I Όνομα 3 αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανήκουν στον οίκο των Αψβούργων. 1. Φ. A’ (Αλκαλά ντ’ Ενάρες 1503 – Βιέννη 1564). Γιος του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Τρελής, έγινε αυτοκράτορας μετά την παραίτηση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”